worm into
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | worm into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | worms into |
αόριστος | wormed into |
παθητική μετοχή | wormed into |
ενεργητική μετοχή | worming into |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]worm into (en)