yawn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
yawn (en)
- το χασμουρητό
Ρήμα[επεξεργασία]
yawn (en)
- χασμουριέμαι
- χάσκω (για κάτι που ανοίγει, σαν να θέλει να καταπιεί κάτι)