yawn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
yawn yawns

yawn (en)

  • το χασμουρητό
    ⮡  Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
    Προς το τέλος της ομιλίας το ακροατήριο δεν έπνιγε πια τα χασμουρητά του.
ενεστώτας yawn
γ΄ ενικό ενεστώτα yawns
αόριστος yawned
παθητική μετοχή yawned
ενεργητική μετοχή yawning

yawn (en) (αμετάβατο)

  1. χασμουριέμαι, με έπιασε ένα χασμουρητό
    ⮡  Stop yawning.
    Πάψε να χασμουριέσαι.
    ⮡  I’m yawning uncontrollably.
    Μ' έπιασε ένα ακατάσχετο χασμουρητό.
    ⮡  I’m yawning and can’t stop.
    Μ΄ έπιασε ένα χασμουρητό που δε σταματάει.
  2. χάσκω, για κάτι που ανοίγει, σαν να θέλει να καταπιεί κάτι
    ⮡  A gulf yawned in front of us.
    Ένα βάραθρο έχασκε μπροστά μας.