yawn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
yawn | yawns |
yawn (en)
- το χασμουρητό
- ↪ Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
- Προς το τέλος της ομιλίας το ακροατήριο δεν έπνιγε πια τα χασμουρητά του.
- ↪ Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | yawn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | yawns |
αόριστος | yawned |
παθητική μετοχή | yawned |
ενεργητική μετοχή | yawning |
- χασμουριέμαι, με έπιασε ένα χασμουρητό
- ↪ Stop yawning.
- Πάψε να χασμουριέσαι.
- ↪ I’m yawning uncontrollably.
- Μ' έπιασε ένα ακατάσχετο χασμουρητό.
- ↪ I’m yawning and can’t stop.
- Μ΄ έπιασε ένα χασμουρητό που δε σταματάει.
- ↪ Stop yawning.
- χάσκω, για κάτι που ανοίγει, σαν να θέλει να καταπιεί κάτι
- ↪ A gulf yawned in front of us.
- Ένα βάραθρο έχασκε μπροστά μας.
- ↪ A gulf yawned in front of us.