τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +lo:τράπεζα |
μ iwiki +uk:τράπεζα |
||
Γραμμή 235: | Γραμμή 235: | ||
[[ru:τράπεζα]] |
[[ru:τράπεζα]] |
||
[[tr:τράπεζα]] |
[[tr:τράπεζα]] |
||
[[uk:τράπεζα]] |
Αναθεώρηση της 05:43, 17 Μαρτίου 2009
Πρότυπο:=el= Πρότυπο:el-κλίσ-'ώρα' Πρότυπο:-ετυμ-
- τράπεζα < αρχαία ελληνική τράπεζα< *τρα (<τέτταρες) + πέζα (=πους)
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρότυπο:-ουσ- τράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
- οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
- (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
- ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
- γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
- τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
πιστωτικός οργανισμός