inquiéter: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) - |
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) ορισμοί, συνώνυμα, αντώνυμα, συγγενικά |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
{{-ρημ-|fr|inquieter}} |
{{-ρημ-|fr|inquieter}} |
||
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} |
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{μτβ}} |
||
# {{παρωχ}} [[ταράζω]] την [[ηρεμία]], την [[ησυχία]] (κάποιου) |
|||
⚫ | |||
#:: {{συνων}} [[agiter]], [[troubler]] |
|||
# [[προκαλώ]] διαρκώς κάποιον |
|||
#:: {{συνων}} [[harceler]] |
|||
# {{αθλητ|fr}} [[απειλώ]] |
|||
⚫ | |||
#:: {{συνων}} [[alarmer]], [[angoisser]], [[ennuyer]], [[tourmenter]], [[tracasser]], [[travailler]], [[troubler]] |
|||
{{-αντων-}} |
|||
* [[apaiser]], [[calmer]], [[rassurer]], [[tranquilliser]] |
|||
{{-συγγ-}} |
|||
* [[inquiet]] |
|||
* [[inquiétant]] |
|||
* [[inquiétude]] |
|||
[[en:inquiéter]] |
[[en:inquiéter]] |
Αναθεώρηση της 10:39, 13 Δεκεμβρίου 2009
- inquiéter < Πρότυπο:ετυμ la inquietare
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρότυπο:-ρημ- inquiéter (fr) (μεταβατικό)
- (παρωχημένο) ταράζω την ηρεμία, την ησυχία (κάποιου)
- προκαλώ διαρκώς κάποιον
- Πρότυπο:αθλητ απειλώ
- ανησυχώ κάποιον, προκαλώ ανησυχία σε κάποιον