vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ABC (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ r2.6.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: ro:vieux
Γραμμή 36: Γραμμή 36:
[[pl:vieux]]
[[pl:vieux]]
[[pt:vieux]]
[[pt:vieux]]
[[ro:vieux]]
[[ru:vieux]]
[[ru:vieux]]
[[sd:vieux]]
[[sd:vieux]]

Αναθεώρηση της 23:52, 29 Απριλίου 2011

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr) αρσενικό

  1. γέρικος
    un vieux loup - ένας γέρικος λύκος
  2. παλιός
    un vieil ami - ένας παλιός φίλος

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vieux vieux
θηλυκό vieille vieilles

vieux (fr)

  1. ο γέροςγριά)
    Quand Jacques Brel chantait "Les Vieux" tout le monde trouvait ça magnifique.