μακρόχρονος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 19:57, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μακρόχρονος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
μακρόχρονος, -η, -ο
- που διαρκεί για πολύ χρόνο
- Πρότυπο:γραμμ για φωνήεν ή συλλαβή με μακρά διάρκεια
Μεταφράσεις
μακρόχρονος
|