βαστώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 61: Γραμμή 61:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|βαστω}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:βαστώ]]
[[en:βαστώ]]

Αναθεώρηση της 07:48, 23 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαστώ < αρχαία ελληνική βαστάζω

Ρήμα

βαστώ, πρτ.: βαστούσα και βάσταγα, στ.μέλλ.: θα βαστήξω και βαστάξω, αόρ.: βάστηξα και βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι

  1. κρατώ, στηρίζω
    τον βάσταγε από το χέρι
  2. συγκρατώ
    τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
  3. αντέχω
    δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα

Μεταφράσεις