ψαλίδα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 58: | Γραμμή 58: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 00:55, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψαλίδα < αρχαία ελληνική ψαλίς
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ψαλίδα θηλυκό
- μεγάλο ψαλίδι
- Πρότυπο:βοτ ο έλικας του αμπελιού κι άλλων αναρριχητικών φυτών
- Πρότυπο:εντομολ η σαρανταποδαρούσα
- Πρότυπο:εντομολ μικρό έντομο που στο πίσω μέρος της κοιλιάς του έχει δύο σκληρές κι αιχμηρές λαβίδες
- ασθένεια των τριχών της κεφαλής κατά την οποία οι άκρες τους σχίζονται στα δύο και δεν αναπτύσσονται άλλο
- (μεταφορικά) η διαφορά ανάμεσα σε δύο μετρήσιμα μεγέθη