έλικας
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | έλικας | έλικες |
γενική | έλικα | έλικων |
αιτιατική | έλικα | έλικες |
κλητική | έλικα | έλικες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έλικας < αρχαία ελληνική ἕλικα, αιτιατική ενικού της λέξης ἕλιξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wel- (γυρίζω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έλικας αρσενικό
- όργανο αεροπλάνου ή πλεούμενου, με ειδικά πτερύγια, που συμβάλλει στην προώθηση του μέσου
- (σπάνιο) άλλη μορφή του έλικα