μετεξέλιξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετεξέλιξη οι μετεξελίξεις
      γενική της μετεξέλιξης* των μετεξελίξεων
    αιτιατική τη μετεξέλιξη τις μετεξελίξεις
     κλητική μετεξέλιξη μετεξελίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετεξελίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετεξέλιξη < μετεξελίσσομαι + -ξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική redevelopment)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.teˈkse.li.ksi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετεξέλιξη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]