ύφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎{{-el-}}: επέκταση ετυμολογίας και ορισμός
Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές)
/* {{-el εκφράσεις
Γραμμή 7: Γραμμή 7:


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}, αρχική σημασία η υφή, το είδος της ύφανσης και μεταγενέστερα ο τρόπος της πλοκής των λέξεων και φράσεων.
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}, αρχική σημασία η [[υφή]], το είδος της [[ύφανση]]ς και μεταγενέστερα ο τρόπος της [[πλοκή]]ς των λέξεων και φράσεων: «αυστηρό ύφος, «ειρωνικό ύφος, «αλλαζονικό ύφος» κ.α.
# ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος χειρίζεται τη γλώσσα, επιλέγει τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσει, προτιμά ή αποφεύγει συγκεκριμένα είδη προτάσεων και σχημάτων λόγου, προκειμένου το κείμενό του να επιτύχει τους συγκεκριμένους επικοινωνιακούς στόχους του συγγραφέα του
# ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος χειρίζεται τη γλώσσα, επιλέγει τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσει, προτιμά ή αποφεύγει συγκεκριμένα είδη προτάσεων και σχημάτων λόγου, προκειμένου το κείμενό του να επιτύχει τους συγκεκριμένους επικοινωνιακούς στόχους του συγγραφέα του
#: '''''ύφος''' απλό ή υψηλό ή γλαφυρό''
#: '''''ύφος''' απλό ή υψηλό ή γλαφυρό''
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
#: ''Δε μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος. Έχει πολύ '''ύφος'''
#: ''Δε μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος. Έχει πολύ '''ύφος'''


===={{παράγωγα}}====
===={{σύνθετα|el}}====
* [[υφάκι]]
* [[υφυμένιον]]
* [[υφόπλεγμα]]
* [[υψαύχην]], ο υψώνων τον αυχεύνα, αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι και επομένως [[αγέρωχος]]. επαρμένος, ακατάδεκτος.

===={{εκφράσεις|el}}
*«σαράντα καρδιναλίων»
*«έχει το ύφος κατακτητού»


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 19:00, 20 Νοεμβρίου 2015

Δείτε επίσης: ὕφος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ύφος < αρχαία ελληνική ὕφος<υφή > υφαίνω

Πρότυπο:el-κλίσ-'έδαφος'

Ουσιαστικό

ύφος ουδέτερο, αρχική σημασία η υφή, το είδος της ύφανσης και μεταγενέστερα ο τρόπος της πλοκής των λέξεων και φράσεων: «αυστηρό ύφος, «ειρωνικό ύφος, «αλλαζονικό ύφος» κ.α.

  1. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος χειρίζεται τη γλώσσα, επιλέγει τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσει, προτιμά ή αποφεύγει συγκεκριμένα είδη προτάσεων και σχημάτων λόγου, προκειμένου το κείμενό του να επιτύχει τους συγκεκριμένους επικοινωνιακούς στόχους του συγγραφέα του
    ύφος απλό ή υψηλό ή γλαφυρό
  2. ο τόνος της φωνής και η έκφραση του προσώπου που συνοδεύουν την εκφώνηση λόγου και της προσδίδουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα
    μου απάντησε με πολύ αυστηρό ύφος
  3. (ειδικότερα) το υπεροπτικό ή σπουδαιοφανές στοιχείο στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου
    Δε μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος. Έχει πολύ ύφος

Σύνθετα

====Εκφράσεις

  • «σαράντα καρδιναλίων»
  • «έχει το ύφος κατακτητού»

Μεταφράσεις