κάρυον: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru
Γραμμή 78: Γραμμή 78:
[[ko:κάρυον]]
[[ko:κάρυον]]
[[mg:κάρυον]]
[[mg:κάρυον]]
[[ru:κάρυον]]

Αναθεώρηση της 14:49, 21 Φεβρουαρίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάρυον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kert-, *kret- (σκληρός, τραχύς)

Ουσιαστικό

κάρυον και κάρυο

  1. το καρύδι, ο καρπός της καρυδιάς. Ακόμα παλιότερα το κάρυο ήταν γενικά ο καρπός με σκληρό περίβλημα και σε ορισμένες περιοχές έλεγαν ποντιακά κάρυα τα πικραμύγδαλα, Ηρακλεώτικα κάρυα τα φουντούκια κ.λπ. Παντού έλεγαν ινδικά κάρυα τις καρύδες.
  2. ο πυρήνας του κυττάρου


Σύνθετα


Συγγενικά


Μεταφράσεις