ασχολούμαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
# [[επαγγέλλομαι]] |
# [[επαγγέλλομαι]] |
||
#:''αυτήν την περίοδο, [[ασχολούμαι]] με επιχειρήσεις'' |
#:''αυτήν την περίοδο, [[ασχολούμαι]] με επιχειρήσεις'' |
||
==={{συνώνυμα}}=== |
|||
* [[έπω]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 21:59, 11 Απριλίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ασχολούμαι < αρχαία ελληνική ἀσχολέομαι / ἀσχολοῦμαι < ἀ- στερητικό + σχολή
Ρήμα
ασχολούμαι
- καταγίνομαι σε κάτι
- επαγγέλλομαι
- αυτήν την περίοδο, ασχολούμαι με επιχειρήσεις
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη απασχολώ
Κλίση
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασχολούμαι | ασχολούμουν | θα ασχολούμαι | να ασχολούμαι | ||
β' ενικ. | ασχολείσαι | ασχολούσουν | θα ασχολείσαι | να ασχολείσαι | ||
γ' ενικ. | ασχολείται | ασχολούνταν | θα ασχολείται | να ασχολείται | ||
α' πληθ. | ασχολούμαστε | ασχολούμασταν ασχολούμαστε |
θα ασχολούμαστε | να ασχολούμαστε | ||
β' πληθ. | ασχολείστε | ασχολούσασταν ασχολούσαστε |
θα ασχολείστε | να ασχολείστε | ασχολείστε | |
γ' πληθ. | ασχολούνται | ασχολούνταν | θα ασχολούνται | να ασχολούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ασχολήθηκα | θα ασχοληθώ | να ασχοληθώ | ασχοληθεί | ||
β' ενικ. | ασχολήθηκες | θα ασχοληθείς | να ασχοληθείς | ασχολήσου | ||
γ' ενικ. | ασχολήθηκε | θα ασχοληθεί | να ασχοληθεί | |||
α' πληθ. | ασχοληθήκαμε | θα ασχοληθούμε | να ασχοληθούμε | |||
β' πληθ. | ασχοληθήκατε | θα ασχοληθείτε | να ασχοληθείτε | ασχοληθείτε | ||
γ' πληθ. | ασχολήθηκαν ασχοληθήκαν(ε) |
θα ασχοληθούν(ε) | να ασχοληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ασχοληθεί | είχα ασχοληθεί | θα έχω ασχοληθεί | να έχω ασχοληθεί | ασχολημένος | |
β' ενικ. | έχεις ασχοληθεί | είχες ασχοληθεί | θα έχεις ασχοληθεί | να έχεις ασχοληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ασχοληθεί | είχε ασχοληθεί | θα έχει ασχοληθεί | να έχει ασχοληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ασχοληθεί | είχαμε ασχοληθεί | θα έχουμε ασχοληθεί | να έχουμε ασχοληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ασχοληθεί | είχατε ασχοληθεί | θα έχετε ασχοληθεί | να έχετε ασχοληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ασχοληθεί | είχαν ασχοληθεί | θα έχουν ασχοληθεί | να έχουν ασχοληθεί |