Essen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: essen

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Essen (de) ουδέτερο

wir sind vier zum Essen - είμαστε τέσσερις στο τραπέζι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Essen (de)

Συγγενικά[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Essen (it)



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Essen < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Essen αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]