capital-risque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
capital-risque | capitaux-risques |
capital-risque (fr) αρσενικό
- χρηματοδότηση της δημιουργίας ή της ανάπτυξης μιας εταιρείας μέσω της συμμετοχής στο κεφάλαιό της