neglect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας neglect
γ΄ ενικό ενεστώτα neglects
αόριστος neglected
παθητική μετοχή neglected
ενεργητική μετοχή neglecting

Ρήμα[επεξεργασία]

neglect (en)

  1. αμελώ, παραμελώ
  2. (επίσημο) παραλείπω, αποτυγχάνω ή ξεχνάω να κάνω κάτι που πρέπει να κάνω
    I neglected to mention that…
    Παράλειψα να αναφέρω ότι…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fail

Πηγές[επεξεργασία]