αιμογλοβίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμογλοβίνη < αγγλική hemoglobin
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιμογλοβίνη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμογλοβίνη
→ δείτε τη λέξη αιμοσφαιρίνη |