ακριβά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακριβά < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακριβά
- Που κοστίζει πολύ, πολλά χρήματα.
- Είναι ακριβά;
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακριβά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ακριβά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακριβό