αμίαντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμίαντο τα αμίαντα
      γενική του αμίαντου των αμίαντων
    αιτιατική το αμίαντο τα αμίαντα
     κλητική αμίαντο αμίαντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμίαντο < αμίαντος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμίαντο ουδέτερο

  1. (οικείο) ο αμίαντος
  2. οποιοδήποτε αντικείμενο φτιαγμένο από αμίαντο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]