αναίμακτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναίμακτα < αναίμακτος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]αναίμακτα
- χωρίς να χυθεί αίμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αναίμακτος και αίμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναίμακτα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναίμακτος