αναλώσιμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναλώσιμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναλώσιμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναλώσιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αυτά που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό εξόδων μιας επιχείρησης ως υλικά αναγκαία για συγκεκριμένες χρήσεις, τα οποία όμως ξοδεύονται και δεν αποτελουν κεφάλαιο
- αναλώσιμα υπολογιστών
- βάλτε στα αναλώσιμα και τα χαρτικά όπως και τα χαρτιά υγείας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναλώσιμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναλώσιμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναλώσιμος