ανθρωπολατρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρωπολατρία < μεσαιωνική ελληνική ἀνθρωπολατρεία < (ελληνιστική κοινή) ἀνθρωπολάτρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθρωπολατρία θηλυκό