ανθόνερο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθόνερο τα ανθόνερα
      γενική του ανθόνερου των ανθόνερων
    αιτιατική το ανθόνερο τα ανθόνερα
     κλητική ανθόνερο ανθόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθόνερο < λόγια επίδραση στο αθόνερο < αθός + νερό / μορφολογικά αναλύεται ανθό- + -νερο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθόνερο ουδέτερο

  • νερό που περιέχει απόσταγμα λουλουδιών
    Ένας μεγαλοπαραγωγός του νησιού (ο καημένος ο Παχνός) μού έφερνε κάθε χρόνο δώρον μιά μποτίλια ανθόνερο και μιά ροδόσταμο (Γεώργιος Δροσίνης [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]