ανυφαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνυφαίνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανυφαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνυφαίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- + υφαίνω.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.niˈfe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νυ‐φαί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανυφαίνω, πρτ.: ανύφαινα, αόρ.: ανύφανα

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε και ανά και υφαίνω

Κλίση[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται διευκρίνιση: αν μαρτυρείται παθητικός τύπος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]