γαλβανοπλαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλβανοπλαστική < galbanoplastie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλβανοπλαστική θηλυκό
- επιμετάλλωση με ηλεκτρολυτική μέθοδο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλβανοπλαστική
|