γανάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γανάδα | οι | γανάδες |
γενική | της | γανάδας | των | γανάδων |
αιτιατική | τη | γανάδα | τις | γανάδες |
κλητική | γανάδα | γανάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γανάδα < γάνα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γανάδα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη γάνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γανάδα
→ δείτε τη λέξη γάνα |