γενειάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενειάζω < γένειον (σαγόνι, γένεια)

Ρήμα[επεξεργασία]

γενειάζω

  1. αποκτώ γένεια, για τα αγόρια, αντρώνομαι
    ἄρτι γενειάσδων


Συγγενικά[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]