γενειάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
γενειάζω
- αποκτώ γένεια, για τα αγόρια, αντρώνομαι
- ἄρτι γενειάσδων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ὑπογενειάζω (παρακαλώ κάποιον αγγίζοντας τα γένεια του, που ήταν συμβολική χειρονομία)
- γενειάω (αφήνω μούσι, γένια)
- γενειάς (η γενειάδα)
- γενειάτης και ιωνικός τύπος γενειήτης (ο γενειοφόρος)