μούσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μούσι | τα | μούσια |
γενική | του | μουσιού | των | μουσιών |
αιτιατική | το | μούσι | τα | μούσια |
κλητική | μούσι | μούσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmu.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μού‐σι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μούσι ουδέτερο
- (κομμωτική) το γένι που αφήνεται να αναπτυχθεί μόνο στο πηγούνι
- (κατ’ επέκταση) τα γένια σε ολόκληρο το πρόσωπο, η γενειάδα
- (μεταφορικά) το ψέμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γένι στο πηγούνι
[επεξεργασία]
- ↑ μούσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κομμωτική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)