γλαυκό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλαυκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γλαυκός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλαυκό ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλαυκό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γλαυκό