γυμνητεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυμνητεύω < αρχαία ελληνική γυμνητεύω < γυμνήτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

γυμνητεύω

  1. (αμετάβατο) είμαι γυμνός, κάνω γυμνισμό
  2. φοράω κουρέλια
  3. (μεταφορικά) βρίσκομαι σε κατάσταση βαθιάς φτώχειας[1]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)