κουρέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουρέλι | τα | κουρέλια |
γενική | του | κουρελιού | των | κουρελιών |
αιτιατική | το | κουρέλι | τα | κουρέλια |
κλητική | κουρέλι | κουρέλια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρέλι < μεσαιωνική ελληνική κουρέλλιν < υστερολατινική *corellium < λατινική corium (δέρμα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (κόβω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kuˈɾe.li/
- συλλαβισμός : κου‐ρέ‐λι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρέλι ουδέτερο
- κομμάτι ύφασμα που είναι πολύ παλιό και πολύ φθαρμένο
- (μεταφορικά‑σκωπτικό) κακό ή παλιό ρούχο
- (κατ' επέκταση) αντικείμενο από χαρτί που είναι σκισμένο και λερωμένο
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει υποστεί ηθική ή σωματική ταλαιπωρία σε μεγάλο βαθμό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αποκουρελιάζω
- ασημοκούρελο
- βρομοκουρέλι
- κατακουρέλιασμα
- κατακουρελιάζομαι
- κατακουρελιάζω
- κουρέλα
- κουρελάκι
- κουρελαρία
- κουρελαριό
- κουρελάς
- κουρελέ
- κουρελιάζομαι
- κουρελιάζω
- κουρελιάρα
- κουρελιάρης
- κουρελιάρικα
- κουρελιάρικος
- κουρέλιασμα
- κουρελιασμένος
- κουρελίδικος
- κουρελογειτονιά
- κουρελομάνι
- κουρελοντυμένος
- κουρελόπανο
- κουρελοπαντιέρα
- κουρελοπρολεταριάτο
- κουρελόρασο
- κουρελοτύλιχτος
- κουρελού
- κουρελοφορεμένος
- κουρελοφορτωμένος
- κουρελόχαρτο
- ξεκουρελιάζομαι
- ξεκουρελιάζω
- ξεκούρελος
- ολοκουρέλιαστος
- παλιοκούρελο
- φτωχοκούρελο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)