κουρελού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουρελού οι κουρελούδες
      γενική της κουρελούς των κουρελούδων
    αιτιατική την κουρελού τις κουρελούδες
     κλητική κουρελού κουρελούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρελού < κουρελ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού [1][2]
Πολύχρωμη κουρελού.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.ɾeˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐ρε‐λού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουρελού θηλυκό

  1. θηλυκό του κουρελής
    1. που είναι ντυμένη με κουρέλια
       συνώνυμα: ρακένδυτη (λόγιο)
    2. (μεταφορικά) πολύ φτωχιά
       συνώνυμα: πάμφτωχη
  2. (ύφασμα) είδος υφαντού χαλιού, μικρού μεγέθους, που συνθέτεται από κομμάτια διαφόρων υφασμάτων ή περίσσεια νημάτων
    → δείτε και τη λέξη κιλίμι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κουρελής

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κουρελής, κουρελού, κουρελού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κουρελούΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)