διαπλέκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπλέκω < αρχαία ελληνική
Ρήμα[επεξεργασία]
διαπλέκω (και μέσο διαπλέκομαι)
- φέρνω μαζί και συνδέω, δημιουργώ σχέση μεταξύ στοιχείων, προσώπων κλπ. ώστε να μην διαχωριστούν εύκολα από το σύνολο, πχ. ως άτομα με κοινά συμφέροντα εμπλεκόμενα σε μια υπόθεση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπλέκω | διέπλεκα | θα διαπλέκω | να διαπλέκω | διαπλέκοντας | |
β' ενικ. | διαπλέκεις | διέπλεκες | θα διαπλέκεις | να διαπλέκεις | διάπλεκε | |
γ' ενικ. | διαπλέκει | διέπλεκε | θα διαπλέκει | να διαπλέκει | ||
α' πληθ. | διαπλέκουμε | διαπλέκαμε | θα διαπλέκουμε | να διαπλέκουμε | ||
β' πληθ. | διαπλέκετε | διαπλέκατε | θα διαπλέκετε | να διαπλέκετε | διαπλέκετε | |
γ' πληθ. | διαπλέκουν(ε) | διέπλεκαν διαπλέκαν(ε) |
θα διαπλέκουν(ε) | να διαπλέκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέπλεξα | θα διαπλέξω | να διαπλέξω | διαπλέξει | ||
β' ενικ. | διέπλεξες | θα διαπλέξεις | να διαπλέξεις | διάπλεξε | ||
γ' ενικ. | διέπλεξε | θα διαπλέξει | να διαπλέξει | |||
α' πληθ. | διαπλέξαμε | θα διαπλέξουμε | να διαπλέξουμε | |||
β' πληθ. | διαπλέξατε | θα διαπλέξετε | να διαπλέξετε | διαπλέξτε | ||
γ' πληθ. | διέπλεξαν διαπλέξαν(ε) |
θα διαπλέξουν(ε) | να διαπλέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαπλέξει | είχα διαπλέξει | θα έχω διαπλέξει | να έχω διαπλέξει | ||
β' ενικ. | έχεις διαπλέξει | είχες διαπλέξει | θα έχεις διαπλέξει | να έχεις διαπλέξει | έχε διαπλεγμένο | |
γ' ενικ. | έχει διαπλέξει | είχε διαπλέξει | θα έχει διαπλέξει | να έχει διαπλέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπλέξει | είχαμε διαπλέξει | θα έχουμε διαπλέξει | να έχουμε διαπλέξει | ||
β' πληθ. | έχετε διαπλέξει | είχατε διαπλέξει | θα έχετε διαπλέξει | να έχετε διαπλέξει | έχετε διαπλεγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν διαπλέξει | είχαν διαπλέξει | θα έχουν διαπλέξει | να έχουν διαπλέξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαπλεγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαπλεγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαπλεγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαπλεγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπλέκομαι | διαπλεκόμουν(α) | θα διαπλέκομαι | να διαπλέκομαι | ||
β' ενικ. | διαπλέκεσαι | διαπλεκόσουν(α) | θα διαπλέκεσαι | να διαπλέκεσαι | (διαπλέκου) | |
γ' ενικ. | διαπλέκεται | διαπλεκόταν(ε) | θα διαπλέκεται | να διαπλέκεται | ||
α' πληθ. | διαπλεκόμαστε | διαπλεκόμαστε διαπλεκόμασταν |
θα διαπλεκόμαστε | να διαπλεκόμαστε | ||
β' πληθ. | διαπλέκεστε | διαπλεκόσαστε διαπλεκόσασταν |
θα διαπλέκεστε | να διαπλέκεστε | (διαπλέκεστε) | |
γ' πληθ. | διαπλέκονται | διαπλέκονταν διαπλεκόντουσαν |
θα διαπλέκονται | να διαπλέκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπλέχτηκα | θα διαπλεχτώ | να διαπλεχτώ | διαπλεχτεί | ||
β' ενικ. | διαπλέχτηκες | θα διαπλεχτείς | να διαπλεχτείς | διαπλέξου | ||
γ' ενικ. | διαπλέχτηκε | θα διαπλεχτεί | να διαπλεχτεί | |||
α' πληθ. | διαπλεχτήκαμε | θα διαπλεχτούμε | να διαπλεχτούμε | |||
β' πληθ. | διαπλεχτήκατε | θα διαπλεχτείτε | να διαπλεχτείτε | διαπλεχτείτε | ||
γ' πληθ. | διαπλέχτηκαν διαπλεχτήκαν(ε) |
θα διαπλεχτούν(ε) | να διαπλεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαπλεχτεί | είχα διαπλεχτεί | θα έχω διαπλεχτεί | να έχω διαπλεχτεί | διαπλεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαπλεχτεί | είχες διαπλεχτεί | θα έχεις διαπλεχτεί | να έχεις διαπλεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαπλεχτεί | είχε διαπλεχτεί | θα έχει διαπλεχτεί | να έχει διαπλεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπλεχτεί | είχαμε διαπλεχτεί | θα έχουμε διαπλεχτεί | να έχουμε διαπλεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαπλεχτεί | είχατε διαπλεχτεί | θα έχετε διαπλεχτεί | να έχετε διαπλεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπλεχτεί | είχαν διαπλεχτεί | θα έχουν διαπλεχτεί | να έχουν διαπλεχτεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπλέκω
|