δικηγορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικηγορώ < μεσαιωνική ελληνική δικηγορώ < δικήγορος < δίκη (< αρχαία ελληνική δίκη) + -ήγορος (< αρχαία ελληνική ἀγορεύω)

Ρήμα[επεξεργασία]

δικηγορώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]