δις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δίς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίς. Δείτε και λατινικά: bis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈðis/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

δις

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού: δεν είναι έξυπνος αυτός που επαναλαμβάνει τα λάθη του

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

δις ουδέτερο άκλιτο συντομογραφία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]