δις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίς. Δείτε και λατινικά: bis
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]δις
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού: δεν είναι έξυπνος αυτός που επαναλαμβάνει τα λάθη του
Συντομομορφή
[επεξεργασία]δις ουδέτερο άκλιτο συντομογραφία
- σύντμηση της λέξης δισεκατομμύριο
- ⮡ το έργο κόστισε δύο δις
Συγγενικά
[επεξεργασία]- δις Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'δις' στο Βικιλεξικό
- δι- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα δι- από το δις στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Συντομομορφές (νέα ελληνικά)
- Συντομογραφίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)