εκπαρθενεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκπαρθενεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκπαρθενεύω < ελληνιστική κοινή ἐκπαρθενεύω < αρχαία ελληνική παρθένος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ek.paɾ.θeˈne.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

εκπαρθενεύω (παθητική φωνή: εκπαρθενεύομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]