εκφορτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκφορτώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκφορτόω < ελληνιστική κοινή ἐκ + φορτόω < αρχαία ελληνική φόρτος < φέρω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκφορτώνω (παθητική φωνή: εκφορτώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]