εμπτύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐμπτύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπτύω (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμπτύω (φτύνω μέσα σε, φτύνω σε ένδειξη αποστροφής) < ἐν + πτύω. Συγχρονικά αναλύεται σε (εν-) εμ- + πτύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /emˈpti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐πτύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

εμπτύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πτύω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]