εξαγγλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εξαγγλίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εξαγγλισμός
- → δείτε τις λέξεις εξ και Άγγλος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαγγλίζω | εξάγγλιζα | θα εξαγγλίζω | να εξαγγλίζω | εξαγγλίζοντας | |
β' ενικ. | εξαγγλίζεις | εξάγγλιζες | θα εξαγγλίζεις | να εξαγγλίζεις | εξάγγλιζε | |
γ' ενικ. | εξαγγλίζει | εξάγγλιζε | θα εξαγγλίζει | να εξαγγλίζει | ||
α' πληθ. | εξαγγλίζουμε | εξαγγλίζαμε | θα εξαγγλίζουμε | να εξαγγλίζουμε | ||
β' πληθ. | εξαγγλίζετε | εξαγγλίζατε | θα εξαγγλίζετε | να εξαγγλίζετε | εξαγγλίζετε | |
γ' πληθ. | εξαγγλίζουν(ε) | εξάγγλιζαν εξαγγλίζαν(ε) |
θα εξαγγλίζουν(ε) | να εξαγγλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξάγγλισα | θα εξαγγλίσω | να εξαγγλίσω | εξαγγλίσει | ||
β' ενικ. | εξάγγλισες | θα εξαγγλίσεις | να εξαγγλίσεις | εξάγγλισε | ||
γ' ενικ. | εξάγγλισε | θα εξαγγλίσει | να εξαγγλίσει | |||
α' πληθ. | εξαγγλίσαμε | θα εξαγγλίσουμε | να εξαγγλίσουμε | |||
β' πληθ. | εξαγγλίσατε | θα εξαγγλίσετε | να εξαγγλίσετε | εξαγγλίστε | ||
γ' πληθ. | εξάγγλισαν εξαγγλίσαν(ε) |
θα εξαγγλίσουν(ε) | να εξαγγλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαγγλίσει | είχα εξαγγλίσει | θα έχω εξαγγλίσει | να έχω εξαγγλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαγγλίσει | είχες εξαγγλίσει | θα έχεις εξαγγλίσει | να έχεις εξαγγλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαγγλίσει | είχε εξαγγλίσει | θα έχει εξαγγλίσει | να έχει εξαγγλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαγγλίσει | είχαμε εξαγγλίσει | θα έχουμε εξαγγλίσει | να έχουμε εξαγγλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαγγλίσει | είχατε εξαγγλίσει | θα έχετε εξαγγλίσει | να έχετε εξαγγλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαγγλίσει | είχαν εξαγγλίσει | θα έχουν εξαγγλίσει | να έχουν εξαγγλίσει |
|