εξαγγλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαγγλίζω < εξ- + Άγγλος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anglicise)

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαγγλίζω

  1. κάνω κάποιον Άγγλο ή κάτι αγγλικό
  2. μεταφράζω στα αγγλικά
  3. δίνω αγγλική μορφή σε λέξεις άλλης γλώσσας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]