εξαφανίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαφανίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εξαφανίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαφανίζομαι

  1. χάνομαι
  2. δεν έχω επικοινωνία με κάποιον

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • εξαφανίζομαι από προσώπου γης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]