εξώπροικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εξώπροικα
      γενική των εξώπροικων
    αιτιατική τα εξώπροικα
     κλητική εξώπροικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξώπροικα < εξώπροικος < εξώ- + προίκα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξώπροικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]