επακολουθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπακολουθῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επακολουθώ < αρχαία ελληνική ἐπακολουθέω / ἐπακολουθῶ < ἐπί + ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pa.ko.luˈθo/

επακολουθώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]