επαρχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επαρχείο | τα | επαρχεία |
γενική | του | επαρχείου | των | επαρχείων |
αιτιατική | το | επαρχείο | τα | επαρχεία |
κλητική | επαρχείο | επαρχεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαρχείο < έπαρχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαρχείο ουδέτερο
- το δημόσιο κτήριο στο οποίο βρίσκεται η έδρα του έπαρχου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαρχείο
|