επιδαψιλεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδαψιλεύω < ελληνιστική κοινή ἐπιδαψιλεύω < αρχαία ελληνική ἐπιδαψιλεύομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
επιδαψιλεύω
- παρέχω κάτι χωρίς φειδώ, σε αφθονία, χορηγώ πλουσιοπάροχα