ζαλικώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαλικώνω < ζαλίκι + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ζαλικώνω

  1. φορτώνω στους ώμους κάποιου ένα φορτίο
     συνώνυμα: φορτώνω, ζαλώνω
  2. (μεταφορικά) αγγαρεύω κάποιον να κάνει μια δυσάρεστη δουλειά
     συνώνυμα: φορτώνω, επιφορτίζω, αγγαρεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]