επιφορτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιφορτίζω < αρχαία ελληνική ἐπιφορτίζω (παραφορτώνω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική charger)

επιφορτίζω (παθητική φωνή: επιφορτίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]