ζουρλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ζουρλά < ζουρλός + -ά < μεσαιωνική ελληνική ζουρλός < βενετικά zurlo < (μάλλον) ιταλικά girlo < λατινικά *gyrulus, υποκοριστικό του gyrus < αρχαία ελληνική γῦρος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *geu- (κάμπτω, κυρτώνω)
Επίρρημα[επεξεργασία]
ζουρλά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζουρλά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ζουρλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ζουρλός