ημιαργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιαργία οι ημιαργίες
      γενική της ημιαργίας των ημιαργιών
    αιτιατική την ημιαργία τις ημιαργίες
     κλητική ημιαργία ημιαργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιαργία < ημι- + αργία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημιαργία θηλυκό

  • ημέρα κατά την οποία οι εργαζόμενοι σχολούν από τη δουλειά τους νωρίτερα από το κανονικό (συνήθως στις 12 το μεσημέρι)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]