ημιαργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημιαργία θηλυκό
- ημέρα κατά την οποία οι εργαζόμενοι σχολούν από τη δουλειά τους νωρίτερα από το κανονικό (συνήθως στις 12 το μεσημέρι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιαργία
|