θεατρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεατρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος θεατρίζω < ελληνιστική κοινή θεατρίζω < αρχαία ελληνική θέατρον

Ρήμα[επεξεργασία]

θεατρίζομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]