θεατρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεατρίζω < ελληνιστική κοινή θεατρίζω < αρχαία ελληνική θέατρον

Ρήμα[επεξεργασία]

θεατρίζω

  1. (παρωχημένο) διασύρω, διαπομπεύω
  2. (παθητική φωνή) θεατρίζομαι: πηγαίνω (τακτικά) στο θέατρο για παρακολούθηση θεατρικής παράστασης

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]